- καταστηματικός
- καταστηματικός, -ή, -όν (Α) [κατάστημα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσταση, στη διάθεση τού σώματος ή τής ψυχής2. αυτός που βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση, ευσταθής, σταθερός, ατάραχος, ήρεμος, πράος3. (για μουσικό μέλος ή όργανο) καταπραϋντικός, κατευναστικός, πράος, ήρεμος («μέλος καταστηματικὸν τὸ τὴν πραότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῑον»).
Dictionary of Greek. 2013.